- λιμνησία
- λιμνησία, ἡ (Α) βλ. λιμνήσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμνησίας — λιμνησίᾱς , λιμνησία fem acc pl λιμνησίᾱς , λιμνησία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμνήσιος — α, ο (Α λιμνήσιος, ία, ον) [λίμνη] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λίμνη ή προέρχεται από λίμνη («λιμνήσια ψάρια») αρχ. 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμνήσιος ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ… … Dictionary of Greek
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λίμνησις — λίμνησις, η (Α) [λιμνώ] η λιμνησία, η αδάρκη … Dictionary of Greek
λίμνηστις — λίμνηστις, ήστεως, ἡ (Α) 1. το φυτό κενταύριο το μέγα 2. η λιμνησία,* η αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστής < *λιμνηδτής < λίμνη + ηδ τής (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. κριμν ήστις] … Dictionary of Greek
λίμνηστρον — λίμνηστρον, τὸ (Α) λιμνησία*, αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λιμνηστρίς, κατά τα ουδέτερα σε ον] … Dictionary of Greek
λιμνήστινον — λιμνήστινον, τὸ (Α) [λίμνηστις] φάρμακο παρασκευασμένο από λιμνησία*, από αδάρκη … Dictionary of Greek
λιμνηστρίς — λιμνηστρίς, ίδος, γεν. και λημνίτιδος, ἡ (Α) λιμνησία,* αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστήρ + επίθ. τρις (πρβλ. αρυστήρ: αρυστρίς)] … Dictionary of Greek